Η συμμορία του Παύλου Μελά

Од Wikibooks

Ο Παύλος Μελάς έγινε ήρωας της ελληνικής εθνικής ιστορίας λόγω ακριβώς της δράσης της ομάδας του και του θανάτου του σ’ αυτήν την αποστολή. Ο Παύλος Μελάς αποτελεί εδώ και δεκαετίες το σύμβολο του ελληνικού εθνικισμού στην αντιμακεδονική πολιτική του. Πρόκειται ωστόσο για ένα μύθο που κατασκευάστηκε και αναπαράχθηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, ένα μύθο που θεμελιώθηκε στη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων και στο ψέμα.

Ο Μελάς ήταν γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών της Αθήνας που καθοδηγούσαν το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα της εποχής και ταυτόχρονα ένας νέος αξιωματικός καριέρας. Αναλαμβάνοντας όμως την αρχηγία του ελληνικού συμμοριακού αγώνα στη Μακεδονία, ανελάμβανε ένα ρόλο που ήταν ανίκανος να παίξει σωστά. Ο συναισθηματικά εξαρτημένος από τη γυναίκα του και το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του, καλοζωισμένος και αγύμναστος δανδής Μελάς δεν έπεισε, όπως θα δούμε, ούτε τον εαυτό του ούτε τους άντρες του ότι κατείχε άξια τη θέση του καπετάνιου.

Οι τελευταίες και σημαντικότερες μέρες της ζωής του, επιβεβαιώνουν των ανωτέρω λόγων το αληθές. Ας καταγράψουμε λοιπόν ημερολογιακά αυτές τις στιγμές που χαρακτηρίζουν τον άντρα:

ΣΑΒΒΑΤΟ 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ (επί ελληνικού εδάφους). Σε επιστολή προς τη γυναίκα του [1] αναφέρεται στους άντρες της ομάδας του που θεωρεί αφοσιωμένους σ’ αυτόν και πολύτιμους: Θωμάς Λιόντας από Κοζάνη, Ανδρέας Δικωνυμάκης ή Μπαρμπαντρέας, Νικ. Λουκάκης και Λαμπρινός Βρανάς από Σφακιά, Θανάσης Κατσαμάκας, παλιός κλέφτης απ’ τη Δισκάτα. Ανάμεσά τους λαμβάνει, όπως γράφει, περισσότερον θάρρος και αυτοπεποίθησιν.

Το προηγούμενο βράδι έχει ορκίσει τους μισθοφόρους παρουσία ενός παπά, τους έχει μιλήσει για την αποστολή τους δι’ ολίγων κτυπητών λόγων και τους έχει διατάξει να είναι ξυρισμένοι και κουρεμένοι, προς μεγάλην χαράν, όπως υποθέτει, της γυναίκας του και των κοριτσιών (των κουνιάδων του).

Ένας λαρισαίος φίλος του, ο ανθυπολοχαγός Χαράλαμπος Λούφας, του κάνει το γνωστό πορτρέτο - φωτογραφία. Τόσο ξένη του φαίνεται η φορεσιά του καπετάνιου, που σχολιάζει: φαντάσου τι κωμικόν θα ήτο και τι μαρτύριον δι’ εμέ, αν επέστρεφα άπρακτος, να βλέπω τη φάτσα μου έτσι μασκαρεμένην.

Στο τέλος της επιστολής ξεσπάει σε λυγμούς οσάκις σας συλλογίζομαι μου έρχονται αυτομάτως δάκρυα εις τα μάτια και τρέχουν, τρέχουν σιωπηλά και κάτι με σφίγγει εις τον λαιμόν.

  1. Μελά, σ. 317 - 320.