Η αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών

Од Wikibooks

Η δεύτερη χρονολογικά ελληνική ένοπλη ομάδα που πήρε μέρος στον αντιμακεδονικό αγώνα, μετά τους δέκα Κρητικούς, ήταν εκείνη που έμεινε στην ελληνική ιστορία σαν αποστολή των τεσσάρων αξιωματικών. Πριν μιλήσουμε για τα πρόσωπα που την αποτέλεσαν και την ανιχνευτική δράση της ομάδας αυτής στη δυτική Μακεδονία, ας δούμε πρώτα το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή.

Η μαζική συμμετοχή του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού της δυτικής Μακεδονίας στην αντικαθεστωτική - αυτονομιστική επανάσταση του ΄Ιλιντεν, ξάφνιασε τους έλληνες πολιτικούς. Οι ανεξέλεγκτες εξελίξεις στα ευρωπαϊκά εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας προβλημάτισαν, ίσως για πρώτη φορά, σοβαρά την ελληνική κυβέρνηση. Η ελληνική πολιτική ηγεσία έπρεπε να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα στο μακεδονικό ζήτημα, κι όμως εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις αγνοούσε τα μακεδονικά πράγματα.

Ο Περικλής Αργυρόπουλος στα απομνημονεύματά του, αναφέρει ένα κορυφαίο σχετικό παράδειγμα αυτής της άγνοιας: ΄Ενας από τους δύο άνδρες που εναλλάσσοταν αυτά τα χρόνια στην προεδρία της κυβέρνησης, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ήταν τόσο άσχετος με τη γεωγραφία της Μακεδονίας, που έκανε τη φοβερή γκάφα να ρωτήσει τάχα με ενδιαφέρον έναν έμπορο από τις Σέρρες, εάν η κίνησις του λιμένος Σερρών ήτο μεγάλη. Φυσικά το γεγονός μαθεύτηκε στην ανατολική Μακεδονία και ο Δηλιγιάννης έγινε ρεζίλι. Ακόμα και στη Δράμα, γι’ αυτό το λόγο, ο έλληνας πρωθυπουργός μισείται απ’ όλους, σύμφωνα με τον Αργυρόπουλο.[1]

Οι εθνικιστικοί κύκλοι της εποχής (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Λαμπίρης, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδος στο μακεδονικό με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών σωμάτων που θα κτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρουμανίζοντες πληθυσμούς.

Η πολιτική αυτή συναντούσε ωστόσο ισχυρά αντεπιχειρήματα. Περισσότερο ρεαλιστές πολιτικοί υποστήριζαν ότι οι ΄Ελληνες δεν πρέπει να ξεχνούν την ήττα του 1897. Κι αν παρ’ όλα αυτά έπρεπε κάπου να δώσουν σημασία, ήταν στους αγώνες των Ελλήνων της Κρήτης κι όχι στη Μακεδονία, που ήταν σε μεγάλο βαθμό άγνωστη γη.

Απελπισμένος ο έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ευγενειάδης, εκμυστηρευόταν στον Π. Αργυρόπουλο: Να σχηματίσωμεν σώματα εις την Ελλάδα είναι ανωφελές, διότι οι Παλαιοελλαδίται δεν γνωρίζουν τον τόπο. Να τα σχηματίσωμεν με εντοπίους; δεν είναι κατάλληλοι διά ένοπλον αγώνα. Οι πιο θαρραλέοι είναι απογοητευμένοι. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει υλικόν, ούτε έδαφος προς δράσιν.[2]

΄Οπως γράφει δε ο Αλέξανδρος Κοντούλης, στις ανέκδοτες αναμνήσεις του για τα συγκεκριμένα γεγονότα, ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης Γεώργιος Θεοτόκης δεν επίστευεν εις τίποτε, φρονών ότι όσοι εργαζόμεθα επί του εθνικού εκείνου εδάφους [: της Μακεδονίας] ήμεθα τρελλοί. [3]

Η συνεχής πίεση των εθνικιστών οδήγησε τελικά το Θεοτόκη στην απόφαση συγκρότησης μιας ένοπλης ομάδας υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών.

  1. Περικλής Αργυρόπουλος, Ο μακεδονικός αγών - απομνημονεύματα, στο: Ο μακεδονικός αγώνας - απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 20 - 21.
  2. Αργυρόπουλος, σ. 9 - 10.
  3. Αλέξανδρος Κοντούλης, Η κατά το έτος 1904 στρατιωτική αποστολή εν Μακεδονία, Δυρράχιο 25/3/1926, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, υποφακ. 201.2, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.